Πτωνά στον Ελληνικό Ουρανό

Αν και πτηνά και αεροπλάνα φαίνεται να μοιράζονται ειρηνικά τους αιθέρες, στην περιοχή των αεροδρομίων η συνύπαρξη αυτή δεν είναι απαλλαγμένη από κινδύνους. Η παρουσία των πτηνών στην περιοχή ενός αεροδρομίου αναγνωρίζεται ως ένας σημαντικός παράγοντας επικινδυνότητας και ο υπολογισμός και η διαχείρισή της αποτελεί ένα ση μαντικό καθήκον των υπευθύνων για την ασφάλεια των πτήσεων.

 Ο υπολογισμός της επικινδυνότητας βασίζεται στη μελέτη και αναγνώριση των κινδύνων, δηλ. τα πτηνά που βρίσκονται σε ένα αεροδρόμιο, τις δραστηριότητές τους και των παραγόντων που τα προσελκύουν (π.χ. τροφή, νερό, ασφάλεια να κουρνιάσουν, να φωλιάσουν ή να παραμείνουν για ένα διάστημα). Η διαχείριση της επικινδυνότητας βασίζεται σε ένα σύνολο προσεκτικά σχεδιασμένων και εφαρμοσμένων παθητικών και ενεργητικών μέτρων που αποβλέπουν κυρίως στην εξάλειψη των πιο πάνω παραγόντων που ξεκινά πρώτα απο την αναγνώριση του είδους. Ας επιχειρήσουμε μία περιγραφή των συνηθέστερων πτηνών του Ελλαδικού χώρου.

Αργυροπελεκάνος (Pelecanus crispus)

Ο μεγαλύτερος πελεκάνος και ένα από τα σπανιότερα πουλιά του κόσμου το οποίο υπάρχει στην Ελλάδα. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα σε μέγεθος είδη πουλιών στον κόσμο, με ύψος που φτάνει το 1,20 μ., με
άνοιγμα φτερών έως 3,20 μ. και βάρος από 6 έως 10 κιλά. Το χρώμα του πτερώματός του είναι σταχτί, το ράμφος του φέρει διαστελλόμενο σάκο κίτρινου χρώματος στο κάτω μέρος, και τα δάχτυλά του είναι συνενωμένα μεταξύ τους με μεμβράνη. Την άνοιξη αποκτά ένα γκρίζο μεταλλικό χρώμα και το ράμφος του
γίνεται κατακόκκινο. Στην Ελλάδα σχηματίζει σημαντικές αναπαραγωγικές αποικίες καθώς και μεγάλες ομάδες που ξεχειμωνιάζουν. Διακρίνεται για το μεγαλοπρεπές πέταγμα του και συνήθως τον συναντάμε σε μεγάλα ύψη.

Ερωδιός (Heron – Ardeidae)

Μεγάλο καλοβατικό πτηνό με μακρύ λαιμό και μακριά πόδια. Το χρώμα του είναι λευκό ή πορφυρό με σκούρα μάτια και ένα μακρύ λοφίο πίσω από το κεφάλι. Χαρακτηριστικό του κατά την πτήση είναι το δίπλωμα του λαιμού του προς τα πίσω όπως και τα ίσια πόδια. Κλωσάει πάνω σε δεντροστοιχίες ή σε καλαμιώνες και τρέφεται κυρίως με ψάρια βατράχους και άλλα τρωκτικά. Ζει σε λιμνοθάλασσες, μεγάλες υδάτινες εκτάσεις, βάλτους, στις ακτές της θάλασσας και σε αγρούς. Το μέγεθος του κυμαίνεται από 88 μέχρι και 96 εκατοστά.

Σταχτοτσικνιάς (Ardea cinerea)

Σκουρόχρωμος και από τους μεγαλύτερους ερωδιούς. Έχει μεγάλο ανάστημα και  σταχτί χρώμα στο πάνω μέρος του σώματος του, συνήθως με μαύρες απολήξεις στο φτέρωμα του, μαύρο λοφίο, κίτρινο ράμφος και σκούρα πόδια. Κατά την περίοδο της αναπαραγωγής το χρώμα του ράμφους και των ποδιών αλλάζουν. Όπως όλοι οι ερωδιοί πετά με τον λαιμό μαζεμένο. Γεννά συνήθως σε δέντρα κοντά σε υγρότοπους και τρέφεται τρυπώντας την λεία του με το μυτερό του ράμφος. Αρκετοί παραμένουν και τον χειμώνα στη χώρα μας.Πετά με πολύ αργά φτεροκοπήματα. Ο συγγενής «πορφυροτσικνιάς» συναντάται περισσότερο τους ζεστούς μήνες και έχει περισσότερο κοκκινοκαφετι χρωματισμούς. Το μέγεθος του φτάνει τα 90 εκατοστά.

Λευκοτσικνιάς (Egretta garzetta)

Κατάλευκος ερωδιός που ξεχωρίζει από τα κίτρινα δάχτυλα στην άκρη των μαύρων ποδιών του. Την περίοδο της αναπαραγωγής διακρίνεται ένα διπλό λοφίο στο κεφάλι και αλλάζει και η υφή στο φτέρωμα του. Τα κίτρινα δάχτυλα του γίνονται κοκκινωπά την άνοιξη.Φωλιάζει σε αποικίες πάνω σε μεγάλα δέντρα ή κάθετες ακτές κοντά σε νερό. Τον χειμώνα μπορεί να δούμε και τον πολύ μεγα λύτερο του επίσης κατάλευκο «Αργυροτσικνιά». Το μέγεθος του κυμαίνεται στα 52 με 56 εκατοστά.

Κορμοράνος (Phalacrocorax carbo)

Ο Κορμοράνος είναι ένα διαδεδομένο θαλασσοπούλι, που απαντάται στον ελλαδικό χώρο. Είναι μεγάλο μαύρο πουλί με μακριά ουρά και λευκό πηγούνι, ενώ τα ενήλικα άτομα την περίοδο της αναπαραγωγής αποκτούν λευκές κηλίδες στους μηρούς και λευκό φτέρωμα στο κεφάλι. Χαρακτηριστικό του κορμοράνου
είναι το κίτρινο χρώμα του λαιμού του κοντάστο κεφάλι. Τα νεαρά άτομα είναι πιο ανοιχτόχρωμα. Ζει συνήθως κοντά στη θάλασσα, σε λιμνοθάλασσες, λίμνες και ποτάμια. Το χει μώνα αποδημεί προς το Νότο κατά μήκος των ακτών. Συχνά τον βλέπουμε να κάθεται σε στύλους και βράχια κοντά στη θάλασσα ή σε λίμνες και ποτάμια με ανοιχτές τις φτερούγες για να τις στεγνώσει. Φωλιάζει σε δέντρα και βράχια κοντά
σε υγρότοπους, φτιάχνοντας τη φωλιά τουαπό φύκια, αλλά μερικές φορές και στην ενδοχώρα. Το μήκος του κυμαίνεται στα 77-94 εκατοστά.

Θαλασσοκόρακας (Phalacrocorax aristotelis)

Ο θαλασσοκόρακας είναι μέσου μεγέθους κορμοράνος, με μακρύ και λεπτό ράμφος και μακριά ουρά. Το πτέρωμα του είναι μαύρο, με ισχυρή, μεταλλική πρασινωπή απόχρωση στο κεφάλι και στον λαιμό, χαλκοπράσινη στο υπόλοιπο σώμα. Το ράμφος στηβάση του είναι μαύρο και το υπόλοιπο κίτρινο. Το κύριο στοιχείο των ενηλίκων ατόμων, είναι το χαρακτηριστικό σκουρόχρωμολοφίο στην κορυφή του κεφαλιού, το οποίο στρέφεται προς τα εμπρός και είναι ορατόμόνο στην αρχή της αναπαραγωγικής εποχήςκαθώς, στη συνέχεια, σταδιακά εξαφανίζεται. Κατά την μη-αναπαραγωγική εποχή, το πτέρωμα των ενηλίκων είναι πιο «θαμπό», πιο καφετί σε χρώματα, λιγότερο «μεταλλικό» σε ανταύγεια, το λοφίο εξαφανίζεται και το ράμφος γίνεται κιτρινωπό.

Ο θαλασσοκόρακας μοιάζει αρκετά με τον κορμοράνο αλλά είναι μικρότερος, με πιο στρογγυλεμένο κεφάλι χωρίς καθόλου λευκό χρώμα, πιο «κάθετο» μέτωπο, λεπτότερο σώμα και ράμφος. Κατά την πτήση, διατηρεί τον λαιμό του πιο ίσιο από τον κορμοράνο, ενώ το έξω μέρος των πτερύγων εμφανίζεται πιο «αμβλύ». Επίσης, πετάει πιο χαμηλά από αυτόν, συνήθως κοντά στην επιφάνεια του νερού. Τα φτεροκοπήματά του είναι γρήγορα, χωρίς ενδιάμεσες, σύντομες αερολισθήσεις. Το μέγεθος του φτάνει τα 75 εκατοστά.

Συνεχίζεται ...

Πηγή : Περιοδικό ΠΤΗΣΗ